- στάλσις
- στάλ-σις, εως, ἡ, ([etym.] στέλλω)A checking of a flow, Gal.Sect.Intr. 6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στάλσις — εως, ἡ, ΜΑ μσν. έλεγχος, εξέταση αρχ. ιατρ. αναστολή, επίσχεση («ἐπὶ τῶν ροωδῶν τὴν στάλσιν», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμ. σταλ τού στέλλω* + κατάλ. σις] … Dictionary of Greek
στάλσει — στάλσις checking fem nom/voc/acc dual (attic epic) στάλσεϊ , στάλσις checking fem dat sg (epic) στάλσις checking fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάλσεις — στάλσις checking fem nom/voc pl (attic epic) στάλσις checking fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάλσιν — στάλσις checking fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάλσιμο — το, Ν αποστολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάλσις + κατάλ. ιμο (πρβλ. γράψ ιμο)] … Dictionary of Greek
σταλτικός — ή, ό / σταλτικός, ή, όν, ΝΑ [στάλσις] νεοελλ. στυπτικός («φάρμακα σταλτικα») αρχ. αυτός που μπορεί να περιστέλλει, συσταλτικός … Dictionary of Greek
στάλσεως — στάλσεω̆ς , στάλσις checking fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)